Ζυμωμένος με το δημοτικό τραγούδι και την καλή παραδοσιακή μας ποίηση ο Κ. Τσιλιμαντος στη συλλογή « PECTORE ΑB IΜΟ (εκ βαθέων) μπορεί με τον τρόπο του να εκφραστεί άνετα και να μεταδόσει τη συγκίνηση του, όταν μάλιστα οι πηγές της είναι το ελληνικό τοπίο,η λαϊκή παράδοση, ο λαϊκός μας πολιτισμός και η θυμόσοφη διάθεση των απλών ανθρώπων: «Εξω στον ηλιότοπο μεσογεναριάτικα/ στο χαγιάτι το παλιό κάθονταν αραδαριά/ του χωριού οι πρωτόγεροι κοιλοπροσηλιάζονταν/. Έξυναν τα γένια τους, κομπολογοπαίζανε,/ στρίβαν τις μουστάκες τους, σφίγγαν τα ζωνάρια τους/ και του ηλιού την αυλακιά με βουκέντρες μέτραγαν/. Κι ένας γέρογέροντας μες στους γέρους ρώτησε/. Για σκεφτείτε, βρε παιδιά, τί να τρώει ο βασιλιάς;! Σε μπελά τους έβαλε τούτο δω το ρώτημα/, που όλων των πρωτόγερων πέρασε τα στόματα/. Στην αγκουσαμάρα τους ξύστηκαν ξεξύστηκαν/ κι άξαφνα ένας γέροντας την κοιλιά χαϊδεύοντας/ σ' όλους βροντοφώναξε:/ Τι να τρώει ο βασιλιάς; Πεκουμέζι με ψωμί!»
Υπάρχει εδώ, συμπυκνωμένη στον τελευταίο στίχο, κάτι παραπάνω από τη σπαρταριστή περιγραφή της σκηνής και των ανθρώπων.Υπάρχει η πικρή λαϊκή ειρωνία που σφάζει με το γέλιο. Στο ποίημα «Χαιρετισμός με την ίδια σατυρική διάθεση Θα ξεγυμνώσει έναν από τους ασελγείς επιβήτορες της εξουσίας:
«Είχα την ευτυχία να σας ακούσω, το 73 στην Πάργα/, όταν το πνεύμα σας φυσούσε απ' τον εξώστη/. Τι θαύμα ήταν εκείνο, τι ευφορία λόγων, τι επιδεξιωσύνη στις κινήσεις/, τι μόχθος η φωνή να φτάνει σε κορώνες!/ Υψηλά νοήματα σε σχήματα να κλείνεις/ και σε περίτεχνες συνεκδοχές/ ισόκωλα, πάρισα κι ομοιοτέλευτα/. Ο τόσος οίστρος κι η σοφία/ στο σχέδιο το αρχικό να υπακούει/. Ολη σου η τέχνη στην υπηρεσία της πατρίδας!/... κι εγώ το χέρι μου να φέρνω αντήλιο/ κι όλο να σκύβω/, να σκύβω θεέ μου, τόσο χαμηλά να σ' εύρω!»
Η στέρεη κλασική παιδεία του Τσιλιμαντού, προσφέρει πλούσια ιστορικά, μυθολογικά και γλωσσικά ακόμα υλικά για μια ποίηση που βρίσκει συχνά τη σύγχρονη ευαισθησία, χάρη στην τέλεια αφομοίωση και τη σωστή ενσωσμάτωσή τους. Τα αφιερώματα, από άλλη πλευρά, στο Πολυτεχνείο και στον αγωνιστή της ιρλανδικής ανεξαρτησίας Μπόμπυ Σάντς, βεβαιώνουν πως ανταποκρίνεται με θέρμη στις σύγχρονες ανησυχίες: «...Τώρα σκυτάλη έγινε το μαχαίρι σου/ κι άλλοι συντρόφοι της ράτσας σου το πήραν στα χέρια/ και τρέχουν στο στίβο που άνοιξες/ κι όταν ο θάνατος μάχεται την αδικία/, βαραίνει στην πλάστιγγα της ζωής».
Κ.ΑΝΔΡΟΝΙΚΑΣ
Προσθήκη νέου σχολίου