Πηγή: Παναιτωλική
Στις 26 Οκτωβριου 1957 ο Καζαντζάκης άφηνε την τελευταία του πνοή. Και ενώ ήταν κυνηγημένος πρώτα από τη Δυτική εκκλησία για το βιβλίο του «Τελευταίος Πειρασμός» και από την Ελληνική εκκλησία που υπερτέρησε, τόσο για το παραπάνω, όσο και για τα: «Καπετάν Μιχάλης» και «Ο Χρστός ξανασταυρώνεται», σε αντίθεση ο Οικουμενκός Πατριάρχης από το Φανάρι, ο πολύς Αθηναγόρας, σε επιστολή του, δημοσιευμένη στη «Νέα Εστία», του καιρού εκείνου,του έγραφε, μέσα στʼ άλλα, και τον αποκαλούσε «Τέκνον ημών εν Κυρίω αγαπητόν». Διαβάζοντάς τον από τα θρανία ακόμη της Μεγάλης του Γένους Σχολής, που ήμουν μαθητής, σφοδρός έρωτας με κατέλαβε για το συγγραφέα. Στην Αθήνα, με την αδικία που του γινόταν, ένιωσα τόσο μεγάλη αγανάκτηση, που είμουν έτοιμος να σχίσω το μπράτσο μου και να του γράψω ένα θερμό γράμμα. Ο θάνατός του με πρόλαβε μόλις δευτεροετή φοιτητή. Εκείνο το βράδυ κάλεσα τους ιδιοκτήτες του σπιτιού που νοίκιαζα και δυο ακόμη συσπουδαστές, που έμεναν στη ίδια στέγη, και για μνημόσυνο τους διάβασα το τελευταίο κεφάλαιο από τον «Καπετάν Μιχάλη» Μετά έκατσα κι έγραψα ένα ποίημα για να ξαλαφρώσω. Το ποίημα αυτό, παρέμεινε έκτοτε καταχωνιασμένα στο συρτάρι μου και τώρα με την ευκαιρία έκδοσης των Απάντων του σκέφτηκα να μη χαθεί, αλλά ας είναι μια μαρτυρία ενός θερμόαιμου νέου με τις όποιες αδυναμίες της ηλικίας.
Προσθήκη νέου σχολίου