"Εχει ειπωθεί, και τον τελευταίον καιρό ακολουθείται αυτός ό λόγος κατά κόρο, ότι το έργο τέχνης έχει σκοπιμότητα. Δε γίνεται δηλαδή ή τέχνη για την τέχνη, άλλα εξυπηρετεί κάποιον σκοπό. Και ό σκοπός είναι ή πεμπτουσία και ή αποστολή της τέχνης. Πολλές φορές έχω βρεθεί μπροστά στο δίλημμα: νά υπηρετήσω ένα σκοπό, ή να ξεφορτωθώ τά όσα έχουν συσσωρευτεί μέσα στά βάθη τοΰ είναι μου; ΤΙ θά γίνω, λέει ό ,Παλαμάς, αν δε μιλήσω και ακούω νά μουγκρίζει οτήν ψυχή μου ή θάλασσα μου πού με συγκλονίζει;
Πραγματικά αυτές οί σκέψεις έρχονται στο διάβασμα τών πρώτων ποιημάτων τοΰ Κώστα Γ. Τσιλιμαντού. Είναι ό ήρεμος ποιητής, πού ξέρει άριστα νά ζωγραφίζει και μελαγχολικά νά στοχάζεται. Δεν είναι όμως ό ποιητής πού εγκατάλειψε την όμορφη μούσα του, νά συνεχίσει μόνη της το δρόμο πού τοΰ χάραξε. Ξέρει καλά ότι ό ποιητής δεν πρέπει νά βασίζεται μόνο στο τάλαντό του. Πρέπει νά το πλουτίσει μέ τήν παρατήρηση και τή μελέτη κι έτσι τον άκοΰς μέσα σέ μιά δίνη από Έλληνοπρέπεια, μυθολογία και σοφές ρήσεις νά τραβάει κοντά του το συναίσθημά σου και νά σέ παρακινεί στο νά συμπορεύεσαι και νά πείθεσαι ότι κάτι μεγάλο τελεσιουργεΐται στις σελίδες τοΰ ΡΕCΤΟRΕ ΑΒ ΙΜΟ.
Προχωρώντας όμως θά δεις τήν πραγματική όψη τοΰ ποιητή. Τήν όψη πού συγνεφιάζει όταν γύρω του πυκνώνει το σκοτάδι, ή πάει νά μαρτυρήσει ό πλησίον του. Και ό ποιητής γεννιέται εκεί πού σπέρνεται ή αγανάκτηση: FΑCΙΤ ΙΝDIGΝΑΤΙΟ VΕRSUΜ, έλεγαν οί Λατίνοι. δηλαδή «η αγανάκτηση παράγει τον στίχο». Βλέπεις τον ποι¬ητή νά διαμαρτύρεται: «Στους τροχούς της ανάγκης τέλεια δεμένη ή γη, μ' ακρίβεια μαθηματική γυρίζει». Και πιο κάτω θά τον ακούσεις μέ λόγο απλό, λιτό, εναργή, ν' αναρωτιέται: «Ποιοι μ' ορμή και λύσσαν/ κόψαν, σκίσαν, λύσαν/ και σέ ερέβων βάθη / τ' ασίγαστα του πάθη» γκρέμισαν τοΰ παιδιού τήν πορεία και τό έβγαλαν άπό το δρόμο του πού άρχιζε μέ λεμονιάς κλώνια.
Εκεί πού θά σέ συγκρατήσει ζωηρά ό ποιητής είναι ή φιλοσοφική του διάθεση και ό πυκνός λόγος του, πού θά νιώσεις νά επικοινωνείς μέ έναν φτασμένον και καλλιέργημένον άνθρωπο, πού ζητάει νά σοΰ μεταδώσει τις συγκινήσεις του, μέ χειρονομίες τελετουργικές και μέ πυρέσσοντα χείλη.
Έκεϊ όμως πού θά τον βρεις ανεπανάληπτο, είναι όταν αφήνει τήν καρδιά του νά χτυπήσει, γιά τό... «Σύνταγμα τοΰ 1973», γιά τό «Πολυτεχνείο», πού τά παιδιά «μας δώσατε τον τίμιον άρτο, διαμελίζοντας τό σώμα σας»... Τό ποίημα αυτό είναι τό μοναδικό μή στρατευμένο, πού θά τό διαβάζω κάθε φορά πού θά φέρνω στή σκέψη μου τό Πολυτεχνείο, τό άπαρτο μέσα στους αιώνες Κάστρο της ελευθερίας.
Ακόμα θά σέ κρατήσει κοντά του ό ποιητής μέ τό ποίημα του «ΜΠΟ-ΜΠΥΣΑΝΤΣ», πού αντιτάχθηκε μπροστά «σέ μιά λύκαινα δυναστεία/ πού 'χει τή γλώσσα σκορπιού αλειμμένη στο μέλι/ και τήν παλάμη σίδερο γαντοφορεμένο». Είναι αλήθεια ότι άντικρύζεσαι μ' έναν ποιητή «κατ' έπίγνωσιν», πού ό λόγος του έχει βάθος, πλάτος κι εμβέλεια. Ό ποιητής πού θά σοΰ εξομολογηθεί στην αρχή, ότι: «Μέσα στά βάθη τοΰ είναι μου πού μυστικά φυσάει/ ένα δοξάρι ακοίμητο δουλεύει τό σκοπό του».
Δελτίο Νέου Κύκλου Κων/ποιλιτών Απριλίου 1982