πηγή: panaitoliki.gr
Του Κώστα Γ. Τσιλιμαντού.
Στην Ιλιάδα λόγω του πολέμου βρίσκομε πολλά θρηνητικά τραγούδια, που θυμίζουν τα δικά μας μοιρολόγια. Θρηνεί ο Αχιλλέας, με βόγγους και γόσματα, όταν ο Αντίλοχος του φέρνει τα πικρά μαντάτα ότι σκοτώθηκε ο Πάτροκλος. Αργότερα, μοιρολογάει αγκαλιάζοντας νεκρό το φίλο του, όταν φέρνουν οι Έλληνες τη σωρό του. Μοιρολογάει επίσης η σκλάβα του Αχιλλέα, η Βρισηίδα, ακολουθεί ο Οδυσσέας, και όταν είναι να κάψουν στη πυρά τον Πάτροκλο, μαζί με τον εξόδιο λόγο του Αχιλλέα, θρηνεί όλο το ελληνικό στρατόπεδο.
Στην Τροίο τώρα, όταν για να εκδικηθεί το φίλο του, παίρνει μέρος στο πόλεμο ο Αχιλλέας κα φονεύει τον Έκτορα, θρηνούν, πάνω από τα τείχη της πόλης, που βλέπουν τα διαδραματιζόμενα έξω στον κάμπο, οι Τρώες, με πρώτον εξάρχοντα τον πατέρα Πρίαμο, ακολουθεί η μάννα Εκάβη, και, αργότερα, όταν μαθαίνει τα διατρέξαντα, η γυναίκα του Αντρομάχη, έρχεται να στήσει το δικό της μοιρολόι.
Κι έμοιαζε ο θρήνος τους σα να ‘πιασε φωτιά και καταλυούσε
Όλη την Τροία την αψηλόχτιστη, κορφή του κάστρου ως κάτω. (Ν,410-11).
Τρία μοιρολόγια ακόμη έχομε, όταν ο Πρίαμος φέρνει τη σορό του Έκτορα, που απέδωσε ο Αχιλλέας στον πατέρα, στην πόλη, με πρώτη εξάρχουσα τη σύζυγο Αντρομάχη στη συνέχεια συνεχίζει το θρήνο η μάννα Εκάβη και ένα τρίτο, ποιος θα το περίμενε, λέγεται από την Ελένη, την αιτία του πολέμου..
Αυτά βέβαια πολύ σύντομα και χωρίς καμιά ανάλυση για την Ιλιάδα, γιατί άλλη είναι η πρόθεσή μου.
Οχτώ αιώνες αργότερα γράφει το δικό του έπος ο Βιργίλιος, το έπος των Λατίνων, πού όταν έχτισαν τη Ρώμη, ονομάστηκαν Ρωμαίοι. Κατά το λατινικό μύθο, που μόνο μύθος είναι, η ίδρυση της Ρώμης, οφείλεται στους Τρώες και στους απογόνους του μεγάλου Αινεία που, κατά το μύθο πάντα, έφυγαν από την καμένη Τροία, ήρθαν στην Ιταλία, πάλεψαν με τις εκεί λατινικές φυλές και στο τέλος συμφιλιώνονται, όχι βέβαια χωρίς αίματα και δράματα.
Ο Βιργίλιος, ποιητής κι αυτός πολύ μεγάλος, που βάλθηκε να αναχωνέψει όλον τον ελληνικό επικό και πολιτιστικό πλούτο στη Ρώμη, η οποία διεύθυνε και κατεύθυνε όλο τον τότε γνωστό κόσμο με την περίφημη pax Romana, ακολουθεί όλο το τυπικό των ομηρικών επών στο δικό του έργο.
Υπάρχουν, λοιπόν, και στην Αινειάδα δυο μοιρολόγια, πολύ αξιόλογα και τα δυο. Εμάς θα μας απασχολήσει το πρώτο, το μοιρολόγι της μάννας.
Τους Τρώες τους κυνηγάει αλύπητα η Ήρα βασικά για δυο λόγους. Πρώτα για την προσβολή που δέχτηκε από τον Πάρη, στα πρώτα καλλιστεία που έγιναν ποτέ στον κόσμο, επειδή εκείνος προτίμησε να δώσει τον τίτλο της βασίλισσας της ομορφιάς στην Αφροδίτη, και κατά δεύτερο λόγο, γιατί ο Δίας έφερε στον Όλυμπο, να κερνάει τους αθάνατους νέκταρ, το πανέμορφο πριγκιπόπουλο της Τροίας, το Γανυμήδη.
Βασική λοιπόν αιτία που υποδαύλισε τον πόλεμο ανάμεσα σε Τρώες και Λατίνους, υπήρξεν το μίσος της Ήρας εναντίον των Τρώων..
Ο Βιργίλιος για να δικαιολογήσει μια μάννα πώς βρίσκεται μαζί με τους πολεμιστές στους στρατώνες, βρήκε τον τρόπο να μη την αφήσει στο Δρέπανο της Σικελίας, όπως έγινε μαζί με τις άλλες μάννες, αλλά μόνη αυτή, επειδή είχε ένα και μονάκριβο γυιό, την έβαλε να ακολουθεί το στράτευμα του Αινεία σε κάθε πορεία και μάχη, για να βρίσκεται κοντά στο παιδί της.
Ο Νίσος και ο γυιος της, που ακούει στο όνομα Ευρύαλος, είναι δυο νέοι, που θείος έρωτας έχει ενώσει τα δυο σώματα σε μια ψυχή, (τέτοιους έρωτες δε διστάζει καθόλου να προβάλει με τη μεγαλύτερη θέρμη, μέσα στο έργο του, ο Βιργίλιος), παίρνουν την άδεια από τη βουλή των Τρώων, μια φεγγαρόλουστη νύχτα, να μεταβούν και να φέρουν μήνυμα στον Αινεία, που βρίσκεται στους Έλληνες Αρκάδες, για να ζητήσει τη βοήθειά τους, περνώντας μέσα από το εχθρικό στρατόπεδο των Ρούτουλων, κύριων συμμάχων των Λατίνων.
Όσο διάστημα απουσιάζει ο Αινείας, η εντολή του είναι οι Τρώες να μένουν προσεχτικοί στα χαρακώματά τους και όσο και αν προκαλούνται να μη δίνουν καμιά μάχη.
Βλέποντας αυτό οι Ρούτουλοι που είχαν λάβει κάθε μέτρο για να φυλάνε το στρατόπεδό τους, ξεθαρρεύονται, το ρίχνουν στο ποτό και στο παιχνίδι, μέσα από αναμμένες φωτιές. Και σε λίγο μεθυσμένοι, βουλιάζουν στο ύπνο.
Έτσι ο Νίσος με τον Ευρύαλο διασχίζοντας προσεχτικά το εχθρικό στρατόπεδο σφάζουν σωρό τους κοιμισμένους και φορτώνονται και πλούσια λάφυρα στους ώμους, ενώ ο Ευρύαλος φορεί, χωρίς πολλές σκέψεις, και ένα κράνος του Μέσαπου, που τον έχει σφάξει.
Καθώς προχωρούν όμως , βλέπουν να έρχεται μέσα στη νύχτα ένα επικουρικό σώμα, που έχει στείλει για ενίσχυση ο αρχηγός των Ρούτουλων και μέγας αντίπαλος του Αινεία, Τύρνος.
΄Χάρη στη φεγγαρόλουστη νύχτα, φεγγρίζει το κράνος του αστόχαστου Ευρύαλου και όταν τους ζητούνται σημάδια ποιοί είναι, αυτοί, χωρίς να δώσουν απάντηση, τρέχουν να κρυφτούν στα σύδεντρα.
Ο Ευρύαλος μπερδεύεται και συλλαμβάνεται, ο Νίσος που δε συνελήφθη, αθέατος ρίχνει και σκοτώνει ένα από αυτούς που είχαν συλλάβει το φίλο του.
Εκείνοι μη διαπιστώνοντας από πού έρχεται η ριξιά, είναι έτοιμοι να σφάξουν τον Ευρύαλο σε αντίποινα και τότε φωνάζει πιά, βγαίνει, πλησιάζει και φανερώνεται μπροστά τους ο Νίσος, ρίχνοντας όλα τά βάρη στον εαυτό του για ό,τι συνέβη αυτή τη νύχτα.
Δοξέψτε εμένα, αυτός δεν κόταγε κι ουδέ να πράξει εμπόρει.
Τους ουρανούς βάζω μαρτύρους μου και τ' άστρα που μας βλέπουν.
Αλοίμονο, δε σώζεται έτσι ο φίλος του, που πέφτει κάτω χτυπημενος, «κι απ' το έμνοστο κορμί του/
γαίμα κυλάει και το κεφαλι του παράλυτο στον ώμο
απόγειρε, σαν τ' άνθος τ' άλικο που το 'κοψε τ' αλέτρι».
Και ο Βιργίλιος μιμείται μια δεύτερη, ομηρική, παρομοίωση για τον αστόχαστο νέο: είτε σαν μια «λιανή παπαρούνα/ που δυνατή βροχή τη χτύπησε κι έγειρε το κεφάλι»
Και τότε ο Νίσος, στη θέα του λατρεμένου φίλου, που πέφτει νεκρός, ορμάει να πάρει εκδίκηση αδιαφορώντας αν θα σωριαστεί σε λίγο κι αυτός πάνω στο άψυχο σώμα του αγαπημένου.
Την άλλη μέρα έβλεπαν, βουβοί και πικραμένοι, οι Τρώες, από τις πολεμίστρες, τους Ρούτουλους να έχουν καρφώσει τα δυο κεφάλια των συμπολεμιστών τους, που έσταζαν λύθρο, πάνω σε δυο κοντάρια, και να τα σηκώνουν επιδειχτικά.
Την ώρα που έφτασε τι πικρό μαντάτο στην έρμη μάννα, εκείνη κάτι έπλεκε για το γιό της: Κι εκεινης, παρόμοια με της Αντρομάχης,
«Πέφτει η σαΐτα από τα χέρια της κι όλα αναποδογύραν.
Όξω πετάχτη η δόλια σκούζοντας κι ανέσπα τα μαλλιά της
Και σαν τρελή στους πύργους έτρεχε και στις γραμμές τις πρώτες
...... κι ύστερα γέμισε παράπονο τα ουράνια.»
Το μοιρολόι που ακολουθεί είναι τόσο ζεστό, τόσο ανθρώπινο, έχει τέτοια γνήσια συγκίνηση, ισάξιο των δημοτικών μας μοιρολογιών, θαρρείς δεν το 'χει αγγίξει ο χρόνος, έτσι που να τοποθετεί το Βιργίλιο, τουλάχιστον εδώ, ποιητή ισάξιο του Ομήρου, που τόσο τον έχει στο αίμα του.
«Αυτός που βλέπω, εσύ 'σαι γυιόκα μου; Εσύ που 'σουν για μένα
στερνή παρηγοριά στο γέρμα μου, πώς μπόρεσες ν' αφήσεις,
σκληρέ, τη μαύρη εμένα μόναχη, δίχως στερνό σου «χαίρε»
στη μάννα σου, σε τέτοιο κίντυνο μεγάλο όταν κινούσες;
Αλί! Σε ξένη γης μου κείτεσαι, στους σκύλους των Λατίνων
τροφή και σ' όρνια. Κι η μαννούλα σου χωρίς να σε κηδέψει,
χωρίς να κλείσει τα ματάκια σου, να πλύνει τις πληγές σου,
δίχως τα ντύματα που ανύφαινα με βιάση νύχτα-μέρα
και με τον αργαλειό ξαλάφρωνα των γερατειών τις έγνοιες.
Πού να σε βρω; Ποια γης το σώμα σου το κατασπαραγμένο
κορμί σου, το νεκρό κι ακέφαλο θα κρύψει; Αυτό μου δίνεις
πίσω ξανά; Γι αυτό σ' ακλούθαα στεριάς και του πελάου;
Καρφώστ' εμένα, δίκιο αν έμεινε. Σ' εμένα τις σαγίτες
όλες ρίχτε τις πάνω, Ρούτουλοι. Εμένα τα σπαθιά σας
ας κόψουνε. Κι εσύ γεννήτορα θεών, αν με λυπάσαι,
το μισητό τούτο κεφάλι μου, με τα' αστροπέλεκό σου
ρίχτο στα Τάρταρα, τι δεν μπορώ μονάχη τέλος να ‘βρω».(IX, 481-97)