πηγή: proinoslogos.gr
Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΛΙΜΑΝΤΟΣ
Το μάθαταν τι γίνκε, τι γίνκε, κάτω στα Δολιανά.
Η Στέλλα του Κοτούλη, Κοτούλη, δεν το 'πραξε καλά.
Στέλλα, μωρ' Στέλλα, κακιά κοπέλα, δεν το 'πραξες καλά,
παράτησες τον άντρα σ' μωρ' Στέλλα κάτω στα Δολιανά.
Δε φταίω 'γω πατέρα, πατέρα, μον' φταίει -ν-η καρδιά,
Π' αγάπησε δασάρχη, δασάρχη, μιαν όμορφη βραδιά.
Καρότσα στολισμένη, μωρ' Στέλλα, με τέσσερ' άλογα
Ήρθαν για να σε πάρουν, μωρ' Στέλα, μες στα χαράματα.
Και η επωδός:
Πάισαν κι οι πάπιες, πάισαν κι οι χήνες κλπ.
Ένα κλασικό περιστατικό από αυτά που συχνά συμβαίνουν στις μέρες μας, μια δηλαδή παντρεμένη γυναίκα που παρατάει τον άντρα της και πηγαίνει με τον εραστή της, στη δεκαετία του ’40 άναψε τέτοια φωτιά, αρχικά στο χωριό που συνέβη, τα Δολιανά της Ηπείρου, κατόπι σε όλο το Πωγώνι και μετά τραγουδήθηκε ανά το πανελλήνιο. Το άκουσα για πρώτη φορά στο χωριό μου. Μετά, όταν εκπατρισθήκαμε με τον εμφύλιο και έμενα στα Λυόμενα Αμπελοκήπων, στα Γιάννινα, το άκουσα από τα γραμμόφωνα της εποχής εκείνης να το τραγουδάει ο Τσιτσάνης. Από τότε έμεινε σχεδόν κλασικό, τουλάχιστον στην Ήπειρο στις δικές μας μέρες.
Πρώτη διδάξασα που παρατάει τον άντρα της, και μάλιστα πανίσχυρο στην εποχή του, για να πάει με ένα πριγκιπόπουλο, ήταν η κυρία Μενελάου, που για χατίρι της άναψε τέτοιος πόλεμος, ο τρωικός, ώστε να μείνη και να μνημονεύεται, μια θνητή, αθάνατη, όσο θα υπάρχει ζωή στον πλανήτη μας.
Τούτο σημαίνει πως τέτοια περιστατικά δεν ήταν συνηθισμένα, όπως σήμερα, γι’ αυτό και άφηναν εποχή στον καιρό τους. Η μακαρίτισσα η μάννα μου, όταν κάποτε μου μίλησε για το τραγούδι-θρήνο «Της νύφης που κακότυχε» μου εξήγησε πως στα παλαιότερα χρόνια η γυναίκα δεν τολμούσε να απευθυνθεί στο άντρα της με το όνομά του, πόσο μάλλον να τον εγκαταλείψει. «Κι εσύ γαμπρέ της μάννας μου και γιε της πεθεράς μου» ήταν η προφώνηση...
Ένας λαός που δημιούργησε το απαράμιλλο έπος των δημοτικών τραγουδιών, πως μπορούσε να αφήσει να περιέλθει το περιστατικό της Στέλλας στη λήθη; Το ίδιο συνέβη και στους αρχαίους χρόνους, πρώτα η Ελένη τραγουδήθηκε από το λαό, μα το τραγούδι του Ομήρου είχε τέτοια δύναμη, που η λάμψη του έριξε στη λήθη τη λαϊκή δημιουργία.
Στη Στέλλα ο εραστής δεν ήταν κανένα πριγκιπόπουλο, ήταν όμως ένας δασάρχης, που αν δεν ήταν της... Αττικής, όμως ήταν ένα πρόσωπο με κύρος και εξουσία που ασκούσε στον τόπο. Και η καρότσα με τέσσερα άλογα δείχνει ασυνήθιστη πολυτέλεια. Τώρα, αν ήταν και παλληκάρι και όμορφος, αυτά δεν τα λέει το τραγούδι, μπορούμε όμως εμείς να τον φανταστούμε, για να συγκινηθεί τόσο η Στέλλα και να αφήσει τον άντρα της.
Κάτι ανάλογο συνέβη και με την ωραιότερη γυναίκα του αρχαίου κόσμου.
Ήρθε, στο παλάτι που έμενε με έναν άντρα γεμάτο φροντίδες για το βασίλειο και λιγότερο να τον απασχολεί η ομορφιά της, ένα νεαρό πριγκιπόπουλο από την Τροία που έλαμπε από νιάτα και ομορφιά και ο σύζυγος αντί να προσέξει ιδιαίτερα τον επικίνδυνο φιλοξενούμενο, παράτησε και τους δυο στο έλεος του γυιου της Αφροδίτης και έβαλε πλώρη για την Κρήτη! Δεν το άξιζε το κέρατο;
Η Ελένη όμως, όταν χρειάστηκε να απολογηθεί στον άντρα της, μετά την άλωση της Τροίας, δεν αναφέρθηκε στα δικά της αισθήματα, αλλά είχε κάτι που ήταν έξω από τις δικές της δυνατότητες για να αναφέρει.
-Ποια ήταν η δική μου ευθύνη σ' αυτή την τραγωδία, όταν η πανίσχυρη θεά Αφροδίτη με έταξε στον Πάρη, πώς μπορούσα εγώ μια θνητή να παρακούσω τη θέληση μιας θεάς; Κι εσύ κύριε, αντί να προστατέψεις το σπίτι σου σηκώνεσαι και φεύγεις και μας αφήνεις στο έλεος μιας θεάς που γέννησε τον έρωτα; Έλεος!
Γνωρίζοντας όμως πως «βγήκε το όνομά της» σε όλη την Ελλάδα, κι αυτό για τα ήθη της εποχής ενείχε πολύ κακό αντίκτυπο, όπως κάποτε τά έβαλε με τον Πάρη, τα βάζει και με τον εαυτό της για την καταλαλιά της εποχής:
«Άχαρη μοίρα ο Δίας μας έγραψε, πολυτραγουδημένο
μες στους ανθρώπους τους μελλούμενους να μείνει τα' όνομά μας»
Καταλαλιά από τη μια και απ' την άλλη αθανασία. Να το πιστεύει πως η μοίρα την αδίκησε; Λεει ο Κακριδής που τη μεταφράζει.
Η καημένη η Στέλλα που δεν είχε μια τέτοια δικαιολογία να προβάλει, ταπεινά και ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα, δικαιολογείται στον πατέρα της «ότι πολύ ηγάπησε» -Τι φταίω εγώ, πατερούλη μου, τούτος εδώ με συνάρπασε. Τον αγάπησε το σώμα μου και η ψυχή μου. Ήταν και άνοιξη και μια βραδιά που έσταζε μύρο. Και λύγισα. Καταδικάστε με, αλλά συγχωρέστε την αγάπη μου».
Και για τη Στέλλα ύστερα από χιλιάδες χρόνια μετά την Ελένη, ισχύει πως η κακογλωσσιά του κόσμου εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα. Πολλή ντροπή με το τραγούδι να γίνεσαι σούσουρο!.. Ας την παρηγορήσουμε με στίχους που λέει η Εκάβη στις «Τρωάδες» κατά μετάφραση Τάσου Ρούσου:
Αν όμως ο θεός ανάστροφα έτσι
δε μας εβούλιαζε στης γης τα βάθη,
ασήμαντοι θα μέναμε για πάντα
κι οι γενιές που θα 'ρθουνε κατόπι,
δε θα μας τραγουδούν τραγούδια κι ύμνους.
Για την Ελένη ξέρουμε πως γύρισε στο παλάτι και στον πρώτο της άντρα.
Και έζησαν αυτοί καλά. Δεν πέθανε όμως. Χαίρεται και θα χαίρεται στους αιώνες την αθανασία της.
Για τη Στέλλα δε μας λέει το τραγούδι τι απόγινε ο έρωτάς της. Τη στέλνει με άμαξα τετράζυγη στην πρωτεύουσα, τα Γιάννινα, όμως έμμεσα από την επωδό του τραγουδιού, που ενέχει κάποια χιουμοριστικά στοιχεία, μαθαίνουμε πως τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν ομαλά με τον εραστή της, αφού η σχετική περιουσία που διέθετε η Στέλλα εξανεμίστηκε με τις όμορφες βραδιές και τα ερωτικά συναπαντήματα σε ειδυλλιακά τοπία. Κι εκεί αφήνει το τραγούδι τη Στέλλα.
Πάισαν κι οι πάπιες πάισαν κι οι χήνες πάισαν κι οι κλωσσαριές,
Τις έφαγ' ο δασάρχης, μωρ' Στέλλα, κάτω στις ρεματιές.
Κι η Στέλλα η χαϊδιάρα, χαϊδιάρα είναι στις ρεματιές.
Ό, τι και να σε πίκρανε, Στέλλα, όποια και να ήταν η ζωή σου, με την πάροδο του χρόνου όλα απαλύνονται και, για σκέψου, όταν φύγει το φθαρτό σώμα, (που πιθανόν να έφυγε και το αγνοώ), θα βρίσκονται άνθρωποι που θα φέρουν στα χείλη τους το μελωδικό σου τραγούδι. Πόσοι θνητοί μπορούν να χαρούν μια τέτοια δόξα;