Ο Κώστας Τσιλιμαντός, που είναι γνωστός στα γράμματα μας (ειδικώτερα τους αναγνώστες της «Ηπειρώτικης εστίας»), θητεύει σε μια ελεύθερη και ανένταχτη ποίηση, φέροντας την καθαρότητα μιας αποκαθαρμένης αγωνίας, για να δώσει στον πάσχοντα άνθρωπο ένα προσωπικό μήνυμα, που να έχει κάποια όχθη μέσα στο χάος. Γι’ αυτό μετουσιώνοντας τις βιωμένες συγκινήσεις με την διυλισμένη γύρη της μνήμης ενός νόστου και την γεύση της διάψευσης, αφήνεται σ’ ένα λυρικό μονόλογο σηματοδότησης, όπου η ανθρώπινη υπόσταση θα υπερβεί την χοϊκή της καταβολή.
Έτσι με την αίσθηση της φθοράς, απ την μία και, απ’ την άλλη, με την όραση της πνευματικής ανίχνευσης,γίνεται ένας ποιητής με το ποτήρι στο χέρι και τον σαρκασμό στο λόγο, για να δώσειμια βαθύτερη διάσταση στα ανθρώπινα. Ακόμα ευαίσθητος και στη φιλοσοφική εναντένιση της μοίρας, προχωρεί στην αποκάλυψη της υπαρκτής καθημερινότητας και αναζητεί, στο πυθμένα τηςεκείνη τη κύρωση που θα του προσφέρει την τεκμιρίωση της αβεβαιότητας. Εν τούτοις, όμως, ο ποιητής αυτός, που δεν λεηλατήθηκε απ’ την φαντασμαγορία της αγοράς και που ψάχνει για την πλήρωση του κενού στο χώρο των ιδανικών, διαπνέεται απο μια σπάνι ααγνότητα κι έχει στη φωνή του την ανόθευτη ειλικρίνεια που τόσο τον καταξιώνει. Γιατί, πέρ’ απ’ τις νύξεις και τον κυμαινόμενο συναισθηματισμό, υπάρχει πάντα η βαθύτερη σπονδύλωση απο κάποια μνήμη μεταφυσικής προσδοκίας, η οποία έχει διαστρώσει την υπαρξιακή αντινομία της διαλεκτικής σκέψης. Γι’ αυτό, μάλιστα, η ποίηση του απλώνεται σε διευρυμένη θεματογραφική κλίμακα, που καλύπτει όλο το φάσμα των σημείων επαφής με τη ζωή, ξεκινώντας απ’ τη δική του τροχιά, για να ρίξει τον αντικατοπτρισμό της παντού. Ο Κ. Τ. που μετάφρασε και τον Θέογνι, ξέρει να κινείται με οικειότητα, να ελέγχει τον αυθορμητισμό και να μην παρασύρεται απ’ τις λέξεις, όταν στέκεται στο χώρο της προσωπικής ζωής, πράγμα που, στις περιπτώσεις αυτές, ελλοχεύει παρόμοιος κίνδυνος.
Δ.ΚΟΚΚΙΝΟΣ